- απευθύνω
- (ἀπευθύνω)νεοελλ.1. κατευθύνω, αποστέλλω κάτι προς κάποιον2. αποτείνω («σου απευθύνει τον λόγο, του απηύθυνε επιστολή»)αρχ.1. κάνω κάτι πάλι ευθύ, ισιώνω, αποκαθιστώ2. οδηγώ σωστά, διευθύνω3. διοικώ, κυβερνώ, διευθετώ4. μτφ. διορθώνω, επαναφέρω στην τάξη, τιμωρώ5. φρ. α) «ἀπευθύνω ἐκ πρύμνης» — είμαι στο τιμόνιβ) «ἀπευθύνω τι προς τι» — προσαρμόζωγ) εκτρέπω από την ευθεία6. (το ουδ. της μτχ. παθ. πρκμ. ως ουσ.) το απευθυσμένο (Α ἀπευθυσμένον)το τελικό τμήμα του παχύ εντέρου το οποΐο καταλήγει στον πρωκτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)-* + ευθύνω < ευθύς].
Dictionary of Greek. 2013.